Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αριά και

  • 1 πού

    1. επίρρ.
    1) где; где-то;

    εκεί πού συμφωνήσαμε — там, где мы условились;

    εκεί πού πλησίον — там где-то рядом;

    2) туда;

    εκεί πού πάνε όλοι — туда, куда все идут;

    2. σύνδ.
    1) что; так что;

    χαίρω πολύ πού... — я очень рад,' что...;

    σε καταλάβανε πού τούς περιπαίζεις — они поняли, что ты насмехаешься над ними;

    τον είδα πού πήρε την ομπρέλλα σου — я видел, что он взял твой зонтик;

    λέει πού είναι άρρωστος — он говорит, что он болен;

    κλαίει και δέρνεται πού σού ξεσκίζει την καρδιά — она плачет и убивается так, что сердце разрывается;

    2) во время, в течение;

    εκεί πού τρώγαμε — во время еды;

    3) когда, как;

    είναι πέντε χρόνια πού... — прошло пять лет, как...;

    1) как...!, что за...!, какой же...!;

    όμορφη πού είναι η θάλασσα — как красиво море!;

    τί καλά πού είναι! — как хорошо!;

    τί όμορφα πού είναι! — ну что за красота!;

    τί ψεύτης πού είναι! — какой же он лгун!;

    ώρα πού βρήκε να μας επισκεφθεί! — нашёл же время прийти (к нам)!;

    2) (для выражения пожелания, проклятия) чтобы, чтоб;
    пусть;

    πού να σε πάρει ο διάβολος! — чтоб тебя чёрт побрал!;

    4. αντων. άκλ. который, кто, что;

    να αυτός πού... — вот тот, который..., (ο) καθένας πού... — каждый., кто...;

    χαρά πού δεν περιγράφεται — радость, которая не поддаётся описанию;

    § πού λες — а) но вот..., и вот...; — б) к слову сказать, к вашему (к твоему) сведению;

    έτσι πού — так что; — так чтобы

    πού2/2
    επίρρ.
    1) (при обознач, места) где?, куда?;

    πού2/2 πηγαίνεις; — куда ты идёшь?;

    πού2/2 ήσουν; — где ты был?;

    2) (при обознач, образа действия) как?; каким образом?;

    πού2/2 τό ξέρεις; — откуда ты это знаешь?;

    3):

    από πού2/2; — откуда же?;

    από πού2/2 χρήματα; — откуда же у тебя деньги?;

    4) (для выражения сомнения в чём-л., полной невозможности чего-л.):

    πού2/2 λεφτά γιά τέτιες δουλειές; — да откуда же взять денег на это дело?;

    πού2/2 να τον δεις; — да где же ты его увидишь?, его невозможно увидеть;

    5) (для выражения крайнего удивления):

    πού2/2 τάμαθες αυτά τα βρωμόλογα; — от кого ты узнал эти скверные слова?!;

    πού2/2 τα πουλάς αυτά τα ψέματα; — кому ты лжёшь, мне?!;

    πού2/2 τό κατάλαβες; — как это ты догадался!?;

    πού2/2 να ξέρεις τί σού μαγειρεύω! — если бы ты знал, что я тебе готовлю!;

    § πού2/2 να σού ( — или σας) τα λέω — это долго рассказывать;

    από πού2/2 κι' ως πού2/2; — с какой стати?; — откуда вдруг...?, каким образом...? (при опровержении);

    αριά και πού2/2 — или πού2/2 καί πού2/2 — а) изредка, иногда, временами; — б) кое-где

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πού

  • 2 изредка

    επίρ.
    αραιά, αραιά και που, κατ αραιά διαστήματα, σπάνια, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που σποραδικά αριά και ανάρια.

    Большой русско-греческий словарь > изредка

См. также в других словарях:

  • άρια — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει …   Dictionary of Greek

  • αριά — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει …   Dictionary of Greek

  • στελ(λ)αρία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια καρυοφυλλίδες, τής τάξης καρυοφυλλώδη και περιλαμβάνει 120 περίπου είδη ποωδών φυτών, ορισμένα από τα οποία είναι ζιζάνια με κοσμοπολιτική σχεδόν κατανομή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά …   Dictionary of Greek

  • πού — ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις) 1. (με τοπ. σημ.) σε ποιο μέρος, σε ποιον τόπο (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», Αισχύλ.) 2. (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο …   Dictionary of Greek

  • αραιός, -ή, -ό — και αριός, ά, ό και αρύς, ιά, ύ επίρρ. αιά και ιά 1. ανάριος, όχι πυκνός, αγανός: Τα δέντρα τα φύτεψες πολύ αραιά. 2. αυτός που παρουσιάζει κενά κατά διαστήματα τοπικά ή χρονικά: Αριά και πού έρχεται και τον βλέπουμε. 3. νερουλός, όχι πηχτός:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέξη — η 1. το να φέγγει κάτι, ο φωτισμός, το φέξιμο: Η φέξη του καντηλιού. 2. ξημέρωμα, γλυκοχάραμα: Στις τέσσερις το πρωί με τη φέξη πάει στο χωράφι του το καλοκαίρι. 3. η γέμιση του φεγγαριού, η περίοδος όπου γεμίζει το φεγγάρι (αντίθ. χασοφεγγαριά) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συκωταριά — και σκωταριά και σκοταριά, η, Ν (με περιλπτ. σημ.) το συκώτι τών σφαγίων μαζί με τους πνεύμονες και τα σπλάγχνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σ(υ)κώτι + κατάλ. αριά (πρβλ. κλειδ αριά), μέσω ενός τ. συκωτ άρι(ον), υποκορ. τού συκώτι(ον)] …   Dictionary of Greek

  • οκτακοσαριά — και οχτακοσαριά, η φρ. «καμιά οκτακοσαριά» και «μία οκτακοσαριά» περίπου οκτακόσιοι («μαζεύτηκαν καμιά οκτακοσαριά άνθρωποι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οκτακόσια + κατάλ. αριά (πρβλ. εξηντ αριά)] …   Dictionary of Greek

  • ρατάνη — και δωρ. τ. ῥατάνα και αιολ. τ. βρατάνα, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥατάναν κορύνην». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥατάνη / βρατάνα ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα wr τής ΙΕ ρίζας *wer «στρέφω, λυγίζω», με ένθημα ŕ (πρβλ. και αρχ. ινδ. vartate, λατ. verto… …   Dictionary of Greek

  • περιβολαριά — και περβολαριά, η, Ν περιβολάρισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιβόλι + κατάλ. αριά (πρβλ. κληματ αριά)] …   Dictionary of Greek

  • πετραρέα — και πετραρία, ἡ, Μ πολεμική μηχανή που έριχνε πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + αρία (πρβλ. σκοτ αρία: σκότος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»